Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
μποκανίκια = δώρο για το νεογέννητο zervati.gr
σιουφέκι = σφαίρα zervati.gr
καλέσης = άσπρο πρόβατο με μάυρα ρουθούνια zervati.gr
μπολεύω = μετατρέπω ένα δέντρο σε άλλο zervati.gr
σιούφρα = γλυκό για παιδιά zervati.gr
κάλεσμα = προσκλητήριο (κυρίως γάμου) zervati.gr
μπόλι = το σημείο στο οποίω γίνεται το μπόλεμα zervati.gr
σιοφέρης = οδηγός zervati.gr
καλικατούρα = καρικατούρα zervati.gr
μπόλια = βρασμένο καλαμπόκι zervati.gr
σίτα = μέρος της δροπολίτικης στολής zervati.gr
μπομπότα = ψωμί από καλαμπόκι zervati.gr
σκαφίδι = σκάφη για πλύσιμο στο χέρι zervati.gr
Κάλιο = υποκ. της Καλλιθέας zervati.gr
μπονόρα = αυγή, ξημέρωμα zervati.gr
σκεμποκέφαλος = ξεροκέφαλος zervati.gr
καλούδια = καραμέλες, σοκολάτες, γλυκά, γενικά δώρα zervati.gr
μποντίλα = στάμνα zervati.gr
σκεπάρι = σκεπάρνι zervati.gr
καμάρα = χώρος μέσα στον τοίχο (σε σχήμα παράθυρου) που χρησιμοποιείται σαν χώρος αποθήκευσης πραγμάτων. zervati.gr
μπόρτζι = χρέος zervati.gr
σκιάγμα = πολύ άσχημο zervati.gr
κάμαρη = δωμάτειο ύπνου zervati.gr
μπόσικο = κενό, ελλειπή zervati.gr
σκιάζομαι = φοβάμαι zervati.gr
καμαριέρης = σερβιτόρος zervati.gr
μπότι = δοχείο προς τήρηση πόσιμου νερού zervati.gr
σκιαχτούρης = φοβητσιάρης zervati.gr
καμπερές = δίσκος σερβιρίσματος zervati.gr
μπουζέλης = με μεγάλα χείλη zervati.gr
σκίζα = ξύλο κομμένο κατά μήκος zervati.gr
καμπόσο = ότι είναι κάτι σπουδαίο zervati.gr
σκιλιπόνι = άγουρο πεπόνι zervati.gr
καμπρολάχανο = κουνουπίδι zervati.gr
μπουσκούκι = κραγιόν zervati.gr
σκόντα = φορτηγό zervati.gr
καμπτζίκι = καμουτσικι, μαστίγιο zervati.gr
σκόπι = ξύλο zervati.gr
καμψιά = "λίγο, λιγάκι («? είσαι καμψιά έξυπνος?;»)" zervati.gr
μπούλα = προστατευτικό από τον ήλιο λευκό μαντήλι για το κεφάλι zervati.gr
σκορπίδι = ιαματικό φυτό για πονόλαιμο zervati.gr
κανατιέρα = μπλουζάκι με τιράντες zervati.gr
μπουμπουνάω = 1) βροντάω 2) λέω άτοπα λόγια ή κουβέντες (τσαμπουνάω) zervati.gr
σκούπιρα = σκουπίδια zervati.gr
κανίσκι = γαμήλιο δωρο zervati.gr
μπουνταλάς = βλάκας zervati.gr
Σκούρτης = Φεβρουάριος zervati.gr
κανίστρα = ψάθινη λεκάνι για ρούχα zervati.gr
μπούντενα = πήλινη στάμνα zervati.gr
σκούφια = μέρος της δροπολίτικης στολής zervati.gr
ξεφλίζω = ξεφλουδίζω Kyriakos
κούκας = κουτός, χαζός Kyriakos
χλάπας = βλάκας, χαζός Kyriakos
στούχας = χαζός Kyriakos
καρβασαλάς = λέμε κάποιο αντικείμενο που είναι πιο μεγάλο απ'το συνηθισμένο Kyriakos
πούρθα = το λέμε όταν κάτι φαγώσιμο έχει διαλυθεί Kyriakos
Πέτσιος = υποκ. του Πέτρου Kyriakos
ντουβάρι = κουτός, αυτός που δεν του κόβει το μυαλό Kyriakos
καφτάνι = ξυλοδαρμός Kyriakos
λακιά = ρεματιά Kyriakos
λακοσίνα = μικρός χείμαρρος με θάμνους Kyriakos
βερβελέ = λιώμα, βίδες (π.χ.: τον έκανε βερβελέ) Kyriakos
βάμπαλο = ξερά φύλλα μαζί με ξερά κλαράκια, ξερά χόρτα κλπ Kyriakos
ντουντούμης = χαζός, βλάκας Kyriakos
κλώκω = κλώσσα (με την κακη εννοια) Kyriakos
αρέντα = τρέξιμο, τρεχάλα Kyriakos
πούσπουλο = πολυ κουρασμενος, εξουθενομένος Kyriakos
κέρμα = χαλασμένο κρέας, ψοφίμι Kyriakos
τζαματζούκης = υπερβολικά ψηλός Kyriakos
κόρζες = κοριοί Kyriakos
τσιομπλέκ = στιφάδο Kyriakos
ντάσης = κριάρι Kyriakos
τσιομπόλικο = χαριτωμένο παιδάκι Kyriakos
καψολιάρης = κακόμοιρος, καψερός, φουκαριάρης Kyriakos
ζουφιάρικο = αδύνατος, κοκαλιάρης Kyriakos
φακίρης = φουκαράς Kyriakos
μπούμπουνος = 1) η βροντή του κεραυνού 2) σκαθάρι μαύρου χρώματος Kyriakos
τσίμπος = τσίμπημα (π.χ.: μου έκοψε έναν τσίμπο) Kyriakos
μπουμπουζίνα = σκαθάρι με χρώμα πράσινο βαθύ Kyriakos
σγκορικεύω = ψάχνω, ανακατεύω Kyriakos
τουλουπώνω = σκεπάζω, κουκουλώνω Kyriakos
νταγκάλα = τέζα Kyriakos
καλαφατάω = δουλεύω πρόχειρα Kyriakos
ντόγκανο = εντελώς άδειο Kyriakos
κούτουλος = πολύ απότομη κατηφόρα Kyriakos
κουρούνα = τσαμπί σταφυλιού (π.χ.: μια κουρούνα σταφύλια) Kyriakos
στόγιος = γκαφατζής, απρόσεκτος Kyriakos
κρουσιέλι = απομεινάρι ψωμιού Kyriakos
αλίχουρντος = αχόρταγος, φαγάς Kyriakos
καλαμπαλίκι = πλήθος ανθρώπων (π.χ.: πλάκωσε μεγάλο καλαμπαλίκι) Kyriakos
βουρκόλακας = 1) αχόρταγος 2) αυτός που ξυπνάει πολύ νωρίς Kyriakos
κλαφούνι = κουταβάκι, σκυλάκι Kyriakos
κλαφακίζω = μιλάω άσκοπα, μουρμουράω Kyriakos
κότσκαλο = είδος φελού από ξύλο ή κορμό καλαμποκιού Kyriakos
αλίχτισμα = γάβγισμα, κάποιος που μιλάει άσκοπα (μεταφορικά) Kyriakos
μπουρτζομένος = αυτός που έχει κρεμάσει τα μούτρα Kyriakos
τσιουφτές = δίκαννο κυνηγετικό όπλο Kyriakos
μόλι = σωρός χώματος που έχει σκαφτεί Kyriakos
μπούτσιασμα = επιχείλιος έρπης Kyriakos
μπουρτζούλες = μουντζούρες Kyriakos
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή