Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
πούφτες = βλάκας, ανίκανος Kyriakos
μουρούζης = μουρτζούφλης, κακοδιάθετος Kyriakos
λυκουνιά = 1) αγέλη με λύκους 2) λέμε κάποιον που τρώει πολύ Kyriakos
ρουπίζω = σκορπάω Kyriakos
ντούτσια = ψωμάκια, πιασίματα, περιφέρεια Kyriakos
χτικιάρης = 1) αδύνατος, κιτρινιάρης 2) αυτός που έχει φυματίωση Kyriakos
τσίτημα = κάρφωμα, μπήξιμο Kyriakos
τζίρο = βόλτα, γυροβολιά (π.χ.: βγήκα ένα τζίρο) Kyriakos
σιάλι = 1) κασκόλ 2) σάλιο Kyriakos
σκαντάμω = παλιοκόριτσο Kyriakos
σιάλτσι = πολύ αλμυρό (π.χ.: σιάλτσι είναι το φαΐ) Kyriakos
σμπαγκομένο = αυτός που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του Kyriakos
πατούρια = πολυ φαρδιά παντελόνια Kyriakos
ίσιωμα = ίσιο μέρος Kyriakos
λαμποβίτης = μοναχοφάης, συμφεροντολόγος Kyriakos
ρημούλα = ακαταστασία Kyriakos
νταλακιάρικο = αδύνατο, αφάγωτο παιδί Kyriakos
άργανο = το λέμε όταν θέλουμε κάποιος να πάθει κάτι κακό Kyriakos
καψητιάς = φάντασμα, καλικάντζαρος Kyriakos
φοντούλης = ψωροπερήφανος, ψηλομύτης, υπερόπτης, αλαζώνας Kyriakos
τάνγκα = βρωμιά Kyriakos
ντεμ παπαντέμ = αναντάμ παπααντάμ, πάππου προσπάππου Kyriakos
πατησιά = πατούσα, πατημασιά Kyriakos
κουρμούτσι = κρέας, κοψίδια Kyriakos
νευρικόνομαι = νευριάζω Kyriakos
διοπάω = ειδοποιώ Kyriakos
μοκιασμένο = μουχλιασμένο Kyriakos
κρυβητό = κρυφτό Kyriakos
ζιούλα = το παραγινωμένο αχλάδι ή γκόρτσο Kyriakos
σιουσιούνι = το λέμε όταν κάποιος είναι γεμάτος ψείρες Kyriakos
ροσμποκιαρης = κοκαλιάρης, αυτουνού που του πετάγονται τα κόκαλα Kyriakos
ντουκούμι = κομμάτι κρέας (ψαχνό συνήθως) Kyriakos
φελί = κομμάτι κρεάς, πορτοκαλιού ή μανταρινιού κλπ Kyriakos
τσούρω = μικρή γκρινιάρα κοπέλα Kyriakos
στηθάμι = στήθος κοτόπουλου Kyriakos
λέλεκας = πολύ αδύνατος, κοκαλιάρης Kyriakos
φώλι = υποκατάστατο αυγού που βάζουμε στη φωλιά για να γεννήσουν οι κότες Kyriakos
τσίρλα = κόψιμο, διάρροια Kyriakos
μπαμπεζί = υπνηλία Kyriakos
μπιζινάρια = τρέχει αδιάκοπα (π.χ.: πήγαινε το αίμα μπιζινάρια) Kyriakos
λαφατζάνος = παρλαπίπας, κάποιος που μιλάει πολύ Kyriakos
σίρκας = λέτσος Kyriakos
πατσιαβός = άσχημος, κακομούτσουνος Kyriakos
αμποσιά = σπρώξιμο Kyriakos
γκριλότσης = γουρλομάτης Kyriakos
τσιες = σπίθες (π.χ.: μου έβγαλαν τσιες τα μάτια) Kyriakos
γκάνιος = αυτός που γκαρίζει ή κλαίει με χοντρή φωνή Kyriakos
τύφλακας = τυφλός, αυτός που δε βλέπει καλά (μειονεκτικά) Kyriakos
ντρουμπούκι = χοντρό ξύλο, κορμός δέντρου Kyriakos
πρικό = πικρό Kyriakos
σμπρικό = γλυκόπικρο Kyriakos
μόκα = μούχλα Kyriakos
φονικιάρικο = πολύ νευρικός, αυτός που τσακώνεται με το παραμικρό Kyriakos
φιτιφάς = ικανός άνθρωπος, δουλευταράς Kyriakos
κουμπαραχιά = σπονδυλική στήλη Kyriakos
τσίμπες = σαρδέλες, γαύρος Kyriakos
μισακιάζω = μοιράζω κάτι σε ίσα μέρη (μισά-μισά) Kyriakos
τσιμερώνομαι = τρώω (με αρνητική έννοια), φαρμακώνομαι Kyriakos
τέμπλα = το μέρος που απλώνουμε τη μπουγάδα Kyriakos
τσιμέρι = κάτι πολύ πικρό, φαρμάκι Kyriakos
κερκέσης = λέτσος, κάποιος που φοράει σκισμένα ρούχα Kyriakos
κάψα = μανταλάκι Kyriakos
κουτσούλι = σκατούλα, μικρή κουράδα Kyriakos
μασκούτα = μεγάλη κοιλιά (π.χ.: μασκούτα την έκανες την κοιλιά) Kyriakos
γκουτζιούπι = κομμένο δέντρο που εχει ξεραθεί Kyriakos
εσνάφης = μπεσαλής Kyriakos
μπούγερας = ανεπιθύμητος, φάντης μπαστούνι Kyriakos
μαγκειδονήσι = μαϊντανός Σπύρος
παφίλι = λαμαρίνα Σπύρος
κουτέλι = τενεκεδάκι Σπύρος
ζούδιο = 1) αρπακτικό 2) άσχημος, μη εμφανίσημος Σπύρος
κλαπουκίζω = καταβροχθίζω, καταπίνω Σπύρος
σιμπαζές = χιμπατζής (ατιμέλητος) Σπύρος
χαλικαρια = τοποθεσια με χαλικια Σπύρος
νταμπιετι = χαρακτηρας Σπύρος
οφιτσίνα = συνεργείο αυτοκινήτων Σπύρος
αζάτι = ελεύθερα, ανέμελα, χωρίς περιορισμούς Σπύρος
άμπουρος = ατμός Σπύρος
αμπουριάζει = αναδύει καπνούς Σπύρος
βαΐζω = γέρνω Σπύρος
δοράκινο = ροδάκινο (αναγραμματισμός) Σπύρος
δρεβένιτσα = αγγείο, χρησιμεύει κατά την οδοιπορία Σπύρος
ζαλώνομαι = φορτώνομαι Σπύρος
ζιγούρι = το μικρό πρόβατο Σπύρος
κατσιουλώνω = επικαλύπτω Σπύρος
κατσούλα = σκέπασμα της κεφαλής Σπύρος
κιαπέ = και έπειτα, "να φάμε κιαπέ φεύγεις" Σπύρος
κλούτσος = κρεμαστάρι αγκυλωτό στο ένα άκρο Σπύρος
κοντοπίθιακας = ο κοντός Σπύρος
κουναρίζω = ανατρέφω, μεγαλώνω τα παιδιά Σπύρος
κουρί = το μικρό δάσος, διότι τα δέντρα περιοδικά "κουρεύονται" Σπύρος
κωκεύω = σκοποβολώ, σημαδεύω (από το αρχαίο "ακώκη") Σπύρος
κωκεύω = σκοποβολώ, σημαδεύω (από το αρχαίο "ακώκη"= βέλος) Σπύρος
λυγκιάζομαι = με καταλαμβάνει λόξιγγας Σπύρος
μεσοκόβομαι = κάμπτομαι υπό βαρύ φορτίο Σπύρος
μπάλιος = παρδαλός, σύνηθες όνομα σκύλου, (όπως και το άλογο του Αχιλλέα) Σπύρος
παραδάγκαλο = μεταξύ της κοιλιάς και του μηρού Σπύρος
παρασκαλίζω = παρεκτρέπομαι, στραμπουλίζω (παρασκάλισα το χέρι) Σπύρος
παντέχω = προσδοκώ, νομίζω Σπύρος
πρητσιά = η οσμή του τράγου Σπύρος
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή