Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
κατσιούπι = 1) δοχείο από δέρμα ζώου 2) λέμε όταν κάποιος έχει πριστεί Kyriakos
καψάλισμα = το τρεμόπαιγμα των ματιών Kyriakos
Κίτσιενα = η γυναίκα του Κίτσιου Kyriakos
κολυμπαριό = μούσκεμα Kyriakos
Κώτσιενα = η γυναίκα του Κώτση Kyriakos
πρασουλίδα = άγριο πράσο Kyriakos
Γιώργενα = η γυναίκα του Γιώργου Kyriakos
παχνί = το μέρος που βάζουμε το χορτάρι για να φάνε τα πρόβατα Kyriakos
Μήτσιενα = η γυναίκα του Μήτση Kyriakos
ματσουκώνω = δέρνω Kyriakos
Σιώμενα = η γυναίκα του Σιώμου Kyriakos
μπανούσης = χαζός, γελοίος, (συνήθως αυτός που ντύνεται γελοία) Kyriakos
μπουτζάρια = χείλη Kyriakos
παλιάτσιω = παλιοτόμαρο Kyriakos
προβατάω = περπατάω Kyriakos
μουρνταλίκι = το λέμε όταν κουράζουμε κάποιον υπερβολικά Kyriakos
χλεπέτσω = το άτακτο κορίτσι (όχι με την πονηρή έννοια) Kyriakos
απλυτσούρης = άπλυτος, βρόμικος Kyriakos
τζορτζόλι = λέμε το φαγητό που είναι νερουλό Kyriakos
τσάτσω = άτακτο κορίτσι, παλιοκόριτσο Kyriakos
νεροτζόλι = λέμε το φαγητό που είναι νερουλό Kyriakos
τορός = οσμή Kyriakos
γκριτζάπος = 1) όταν κάποιος είναι αγρίμι 2) λέμε τα αγοροκόριτσα Kyriakos
φρουλαΐδα = ελαφρόμυαλος Kyriakos
τσιόπης = λέμε κάποια που είναι αγοροκόριτσο Kyriakos
γκαρόσια = τα ζουμιά της ελιάς εκτός του λαδιού Kyriakos
ζουζάρι = παλιόπαιδο Kyriakos
πούπης = μουλωχτός Kyriakos
άλυσος = αλυσίδα Kyriakos
γκαργκάλι = σαράβαλο Kyriakos
ιβλάδι = παλιόπαιδο Kyriakos
μπρεμούτι = μεγάλο αχλάδι Kyriakos
μιλέτι = κόσμος Kyriakos
τζουρουφλέκας = λέμε αυτόν που είναι ψηλός και αδύνατος Kyriakos
κόρδας = βλάκας, χαζός Kyriakos
μαλαπέρω = το ανδρικό μόριο Kyriakos
πένγκα = τρικλοποδιά Kyriakos
τζέρκος = σβέρκος Kyriakos
χούχνης = αυτός που μιλάει με τη μύτη Kyriakos
τζινιάρικο = πειραχτήρι Kyriakos
τσερτσέλι = σπουργίτι Kyriakos
μπανταλασμένος = κουρασμένος, εξουθενωμένος Kyriakos
ζιαμπλακιάρικο = μικροκαμωμένο Kyriakos
πουσιουνίζω = ψωνίζω Kyriakos
πουσιούνια = ψώνια Kyriakos
μονόπαρτος = για αλλού ξεκινάει και αλλού φτάνει, γκαφατζής Kyriakos
πλούφκας = χαζός, αγαθός Kyriakos
γκλάβανος = πολυλογάς, φωνακλάς Kyriakos
σιαπλακούτας = χαζός, κουτός, αγαθός Kyriakos
μουτσιουμπρέτι = λερωμένος (π.χ.: έγινε μουτσιουμπρέτι) Kyriakos
τζιομάκι = λέμε κάποιον που δεν του κόβει το μυαλό Kyriakos
μαρμάλω = μουρμούρης, αυτός που μιλάει συνέχεια Kyriakos
μούτσιενα = αυτός που κλαίει με το παραμικρό Kyriakos
μαρμαλάτο = μαρμελάδα Kyriakos
λιαρομάτης = αυτός που έχει ανοιχτόχρωμα μάτια Kyriakos
μελοκούτι = κεφάλι Kyriakos
μελό = μυαλό Kyriakos
σιούχλας = βλάκας, χαζός Kyriakos
μαλαγάρης = πονηρός, ζαβολιάρης Kyriakos
στούφος = συνήθως λέμε το φαγητό όταν είναι ξερό Kyriakos
διαβολιάρης = ζαβολιάρης, πονηρός Kyriakos
τζερτζευούλης = πειραχτήρι (π.χ.: πολύ τζερτζευούλης είσαι) Kyriakos
ζεβζέκης = ζωηρός, απείθαρχος, ανακατωσούρης Kyriakos
τζίφα = η γριά γίδα (το λέμε και για γυναίκες μεγάλης ηλικίας) Kyriakos
τζιφλόρης = αυτός που κοιτάει με μισόκλειστα μάτια Kyriakos
γκαβλόρης = αυτός που δε βλέπει καλά (το λέμε μειονεκτικά) Kyriakos
νεκούτικο = καθημερινό (σε καθημερινή βάση) Kyriakos
ντενεκούλι = ντενεκές, ντενεκεδένιο δοχείο Kyriakos
μπαρτσοχόρτι = είδος φυτού με κίτρινο λουλούδι Kyriakos
σιαπουκάτα = χορτόπιτα Kyriakos
μελίγκι = κρόταφος Kyriakos
κίσσερας = κισσός Kyriakos
περδικούλι = ποικιλία άσπρου σύκου Kyriakos
περδικουλιά = η συκιά που κάνει τα περδικούλια (άσπρα σύκα) Kyriakos
Μώμος = Θωμάς Kyriakos
μιτσιό = μικρό Kyriakos
μικούτσικο = μικρούτσικο Kyriakos
λαψάνα = μεγάλο κομμάτι Kyriakos
νταμπούτι = δαρμένος (τον έκανε νταμπούτι στο δαρμό) Kyriakos
πλαστάρα = μεγάλη φέτα Kyriakos
τσαρκουνιά = πλήθος παιδιών (μια τσαρκουνιά παιδιά έχει) Kyriakos
κωλοκαθιά = κωλότρυπα Kyriakos
γραβάλα = τσουγκράνα Kyriakos
ζορκολαίμικο = πουλί χωρίς πούπουλα στο λαιμό Kyriakos
ορός = τυρόγαλο Kyriakos
γκίζα = ανθότυρο, μυτζήθρα Kyriakos
σιλίρα = γαλοτύρι που φτιάχνεται σε δέρμα ζώου Kyriakos
κοντιτσίνα = 15ήμερο (το λέμε για τις πληρωμές συνήθως) Kyriakos
κιπάπι = λιώμα, σμπαράλια (π.χ.: τον έκανε κιπάπι) Kyriakos
τραγοτσιέλι = λέμε συνήθως τα αγοροκόριτσα Kyriakos
δηλάδερφος = ετεροθαλής αδερφός Kyriakos
βίγκλα = η τρύπα δίπλα από το στόμιο της βαλέρας Kyriakos
μαγλούλικο = το λέμε συνήθως όταν δυσανασχετούμε για ζώο ή πράγμα Kyriakos
βαλέρα = μικρό στενόμακρο βαρέλι για τη μεταφορά πόσιμου νερού Kyriakos
μόσκο = γλυκόξινο Kyriakos
μπιτζιρόνα = τέζα Kyriakos
πουθίζω = ταιριάζω, εφάπτω Kyriakos
βαένι = γυάλινο δοχείο που βάζουμε κρασί ή ρακή Kyriakos
σίχουλο = ζεστό και απαλό φαγητό Kyriakos
βούντε = συνέχεια και πολύ (π.χ.: σήμερα βρέχει βούντε) Kyriakos
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή